Το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου, σχεδόν με επιτακτικό τρόπο επιβάλει τη συνεργασία περισσοτέρων των δύο πολιτικών δυνάμεων για το σχηματισμό κυβέρνησης. Με τον πιο γνήσιο τρόπο, αυτό της λαϊκής ετυμηγορίας, επιβάλλεται η λογική της «συνευθύνης» που προεκλογικά διατύπωσε το ΠΑΣΟΚ, με τρόπο ανεπίδεκτο διαφορετικής ερμηνείας, τοποθετώντας τις σοβαρές πολιτικές δυνάμεις στο δίλημμα: αγώνας υπέρ της πατρίδος, ή σκέψεις υπέρ κομματικών σκοπιμοτήτων.
Φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε για ακόμη μία φορά το δεύτερο δρόμο. Τα «παραμύθια της Χαλιμάς» περί καταγγελίας του μνημονίου αποτέλεσαν τη νομιμοποιητική βάση περί «μίας υπεύθυνης αντιπολίτευσης», ενώ στην ουσία επιδιώκει την πολιτική ώσμωση των ετερόκλητων πολιτικών εσωτερικών συνιστωσών του, με στόχο την αξιοποίηση της φθοράς που η διακυβέρνηση θα επιφέρει στους κυβερνητικούς εταίρους, για τη «μελλοντική δικαίωση» της στάσης του.
Δυστυχώς η εύκολη ρητορική, αν και εδράζεται σε επιχειρήματα σοφιστικής προέλευσης, βρήκε πολλούς ωτακουστές, υιοθετήθηκε από όλους αυτούς που τόσα χρόνια παρασιτούσαν εις βάρος του Ελληνικού λαού, αλλά και από αυτούς που για δικούς τους λόγους, για τη δική τους προσωπική στεναχώρια ή δυστυχία, επέλεξαν μία αντισυστημική επιλογή, χωρίς τον υπολογισμό των όποιων συνεπειών για τη χώρα. Φυσικά, το ίδιο έργο έχει παιχτεί πολλάκις: στο βωμό του κομματικού συμφέροντος θυσιάζεται η ορθότητα εθνικών επιλογών. Εκεί ποντάρει ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως ξεχνάει πως μία αποτυχία σήμερα, δε θα αφήσει τίποτε όρθιο για μετά.
Ο δρόμος της νέας κυβέρνησης είναι –επιεικώς- δύσβατος. Η παρατεταμένη εκλογική περίοδος και το σύνολο των αρρυθμιών που επέφερε, επιδρούν αρνητικά στην ήδη βεβαρημένη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, με την ανεργία στο ζενίθ και την έλλειψη προοπτικής και σχεδίων να αποτυπώνεται στα μάτια κάθε Έλληνα. Η νέα κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει τη δυσπιστία των εταίρων μας αλλά και την επαναδιαπραγμάτευση των δυσμενών όρων του μνημονίου. Από την άλλη, καλείται να αξιοποιήσει και τη νέα δυναμική στην Ευρώπη που επιφέρει η εκλογή Ολάντ στη Γαλλία.
Μπροστά στον όγκο των προβλημάτων η εύκολη επιλογή είναι η παραίτηση ή η αποστασιοποίηση. Όμως μπροστά στο ζητούμενο της σταθερότητας για το μέλλον της χώρας κάθε τέτοια επιλογή είναι λιπόψυχη και εθνικά επιζήμια.
Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ επιλέγουν το δρόμο της ευθύνης, έχοντας μπροστά τους μία και μοναδική πορεία, αυτή της αγόγγυστης προσπάθειας με μόνο στόχο την επιτυχία, γιατί κάθε τι άλλο, ισοδυναμεί με τη δική τους καταδίκη.
Το στοίχημα της επιτυχίας του κυβερνητικού εγχειρήματος δε μπορεί παρά να βασίζεται στην υπεύθυνη στάση, στη συνεχή προσπάθεια και στην ικανότητα των εμπλεκόμενων.
Το στοίχημα της ανάπτυξης επιβάλλει την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας και την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.
Το στοίχημα της ελπίδας, επιβάλλει τη συμμετοχή στην κυβέρνηση ικανών, άφθαρτων, νέων προσώπων, προερχόμενων από την κοινωνία, γνώστες των προβλημάτων, χωρίς τη μυωπική αντιμετώπιση πολλών καταστάσεων που πολλές φορές επιφέρει η μακροχρόνια συμμετοχή σε υπουργικές θέσεις.
Η εθνική συνευθύνη απαιτεί σχέδιο, πρόγραμμα και επιμονή, σε έναν ορίζοντα σταθερότητας και μακράς διάρκειας. Η νέα κυβέρνηση οφείλει να έχει όλο αυτό το χρόνο μπροστά της να πάρει τα απαραίτητα μέτρα που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη και τη σωτηρία της πατρίδας μας.
Η επιτυχία και μόνο αυτή, θα οδηγήσει τις ακραίες φωνές στην απομόνωση, και θα καθορίσει το «μετά» της χώρας. Για την ακρίβεια, το εάν θα υπάρχει «μετά».
Φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε για ακόμη μία φορά το δεύτερο δρόμο. Τα «παραμύθια της Χαλιμάς» περί καταγγελίας του μνημονίου αποτέλεσαν τη νομιμοποιητική βάση περί «μίας υπεύθυνης αντιπολίτευσης», ενώ στην ουσία επιδιώκει την πολιτική ώσμωση των ετερόκλητων πολιτικών εσωτερικών συνιστωσών του, με στόχο την αξιοποίηση της φθοράς που η διακυβέρνηση θα επιφέρει στους κυβερνητικούς εταίρους, για τη «μελλοντική δικαίωση» της στάσης του.
Δυστυχώς η εύκολη ρητορική, αν και εδράζεται σε επιχειρήματα σοφιστικής προέλευσης, βρήκε πολλούς ωτακουστές, υιοθετήθηκε από όλους αυτούς που τόσα χρόνια παρασιτούσαν εις βάρος του Ελληνικού λαού, αλλά και από αυτούς που για δικούς τους λόγους, για τη δική τους προσωπική στεναχώρια ή δυστυχία, επέλεξαν μία αντισυστημική επιλογή, χωρίς τον υπολογισμό των όποιων συνεπειών για τη χώρα. Φυσικά, το ίδιο έργο έχει παιχτεί πολλάκις: στο βωμό του κομματικού συμφέροντος θυσιάζεται η ορθότητα εθνικών επιλογών. Εκεί ποντάρει ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως ξεχνάει πως μία αποτυχία σήμερα, δε θα αφήσει τίποτε όρθιο για μετά.
Ο δρόμος της νέας κυβέρνησης είναι –επιεικώς- δύσβατος. Η παρατεταμένη εκλογική περίοδος και το σύνολο των αρρυθμιών που επέφερε, επιδρούν αρνητικά στην ήδη βεβαρημένη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, με την ανεργία στο ζενίθ και την έλλειψη προοπτικής και σχεδίων να αποτυπώνεται στα μάτια κάθε Έλληνα. Η νέα κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει τη δυσπιστία των εταίρων μας αλλά και την επαναδιαπραγμάτευση των δυσμενών όρων του μνημονίου. Από την άλλη, καλείται να αξιοποιήσει και τη νέα δυναμική στην Ευρώπη που επιφέρει η εκλογή Ολάντ στη Γαλλία.
Μπροστά στον όγκο των προβλημάτων η εύκολη επιλογή είναι η παραίτηση ή η αποστασιοποίηση. Όμως μπροστά στο ζητούμενο της σταθερότητας για το μέλλον της χώρας κάθε τέτοια επιλογή είναι λιπόψυχη και εθνικά επιζήμια.
Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ επιλέγουν το δρόμο της ευθύνης, έχοντας μπροστά τους μία και μοναδική πορεία, αυτή της αγόγγυστης προσπάθειας με μόνο στόχο την επιτυχία, γιατί κάθε τι άλλο, ισοδυναμεί με τη δική τους καταδίκη.
Το στοίχημα της επιτυχίας του κυβερνητικού εγχειρήματος δε μπορεί παρά να βασίζεται στην υπεύθυνη στάση, στη συνεχή προσπάθεια και στην ικανότητα των εμπλεκόμενων.
Το στοίχημα της ανάπτυξης επιβάλλει την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας και την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.
Το στοίχημα της ελπίδας, επιβάλλει τη συμμετοχή στην κυβέρνηση ικανών, άφθαρτων, νέων προσώπων, προερχόμενων από την κοινωνία, γνώστες των προβλημάτων, χωρίς τη μυωπική αντιμετώπιση πολλών καταστάσεων που πολλές φορές επιφέρει η μακροχρόνια συμμετοχή σε υπουργικές θέσεις.
Η εθνική συνευθύνη απαιτεί σχέδιο, πρόγραμμα και επιμονή, σε έναν ορίζοντα σταθερότητας και μακράς διάρκειας. Η νέα κυβέρνηση οφείλει να έχει όλο αυτό το χρόνο μπροστά της να πάρει τα απαραίτητα μέτρα που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη και τη σωτηρία της πατρίδας μας.
Η επιτυχία και μόνο αυτή, θα οδηγήσει τις ακραίες φωνές στην απομόνωση, και θα καθορίσει το «μετά» της χώρας. Για την ακρίβεια, το εάν θα υπάρχει «μετά».