Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε μια από τις δυσκολότερες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας της. Η ύφεση και η ανεργία βρίσκονται σε τρομακτικά επίπεδα και σχεδόν το σύνολο του ελληνικού λαού βιώνει στερήσεις και προβλήματα. Μέτρα εφαρμόζονται συνεχώς με την σύμφωνη γνώμη των Ευρωπαίων εταίρων μας. Το αποτέλεσμα όμως είναι δυσδιάκριτο, και η κατάσταση αν δεν παραμένει στάσιμη βελτιώνεται με αργούς ρυθμούς.
Όλοι ισχυρίζονται πως η κατάσταση της Ελλάδας είναι μοναδική. Έτσι εξηγούν την λανθασμένη κατά πολλούς συνταγή. Σίγουρα όμως κάποιοι θα γνώριζαν τον τρόπο. Αυτοί οι κάποιοι δεν είναι άλλοι από τους στυλοβάτες ολόκληρης της οικονομικής επιστήμης, από τους πρεσβευτές των δύο μεγαλύτερων οικονομικών σχολών, του κεϋνσιανισμού και του μονεταρισμού. Τι θα έλεγαν λοιπόν ο John Maynard Keynes, δημιουργός του κεϋνσιανισμού, και ο Milton Friedman, μεγαλύτερος εκπρόσωπος του μονεταρισμού, αν ζούσαν σήμερα; Τι θα πρότειναν για την Ελλάδα;
Από τη μία πλευρά ο κεϋνσιανισμός, οι διδαχές του οποίου χαρακτηρίζουν τους προοδευτικούς ανθρώπους και από την άλλη πλευρά ο μονεταρισμός, συνώνυμο του οποίου αποτελεί ο νέο-φιλελευθερισμός. Και στη μέση η ανεργία και η ύφεση.
Πρόκειται για δύο αντικρουόμενες σχολές που η κάθε μία θέτει τις δικές της προτεραιότητες. Ο κεϋνσιανισμός θέτει ως προτεραιότητα το άτομο και το κοινωνικό κράτος δικαίου, και βασίζεται στο ερέθισμα που μπορεί να δώσει η κρατική παρέμβαση για τη δημιουργία ανάπτυξης και θέσεων εργασίας. Ο μονεταρισμός αντιθέτως προσβλέπει στην μεγέθυνση του πλούτου των επιχειρήσεων μέσω της ελεύθερης αγοράς και διατηρεί σκληρή στάση απέναντι στην κρατική ώθηση.
Τα δεδομένα που ισχύουν στην περίπτωση της Ελλάδας είναι συγκεκριμένα και χωρίς μεγάλο περιθώριο αμφισβήτησης. Η Ελλάδα διαθέτει έναν τεράστιο δημόσιο τομέα που μέχρι πρότινος κάλυπτε και πολλές από τις αδυναμίες του προβληματικού ιδιωτικού τομέα, έναν μικρό ιδιωτικό τομέα που κυρίως αποτελείται από πολλές μικρές επιχειρήσεις και από ελάχιστες μεγάλες, και κυρίως ένα πολύ μεγάλο δημόσιο χρέος που υπερκαλύπτει το ΑΕΠ της χώρας.
Τα μέχρι τώρα μέτρα δείχνουν ολοκάθαρα πάντως την θεωρία που ενστερνίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση για την καταπολέμηση της ύφεσης και της ανεργίας στην Ελλάδα, και σίγουρα αυτή ενδιαφέρεται κάπως μακροπρόθεσμα για το άτομο. Η μονεταριστική θεωρία, που εφαρμόζεται εδώ, βασίζεται στην εσωτερική ανάπτυξη των επιχειρήσεων για την καταπολέμηση της κρίσης, δηλαδή στις νέες τεχνολογίες, στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και στην επιχειρηματικότητα. Αλλά πώς θα απορροφηθεί ο τεράστιος αριθμός ανέργων από τον μηδαμινό ιδιωτικό τομέα της χώρας μας από την στιγμή που δεν υπάρχουν και ξένες επενδύσεις; Και πόσο μάλλον από τη στιγμή που ο ιδιωτικός τομέας λόγω της διάρθρωσής του και της υψηλής φορολογίας συρρικνώνεται ακόμα περισσότερο! Έτσι θα βελτιωθεί η κατάσταση και θα επανέλθει η ανάπτυξη;
Μπροστά σε αυτό το χάος αντιτίθεται επάξια η θεωρία του Κέυνς που προβάλλει την επανεκκίνηση της οικονομίας μέσα από τις δημόσιες δαπάνες και επενδύσεις, όχι όμως με παρεμβάσεις και σκοπιμότητες τύπου 80’s. To ερέθισμα θα έχει ως στόχο την κοινωνική ειρήνη και την οικονομική ομαλότητα που θα επιτρέψει τη στήριξη της ζήτησης, την αύξηση της κατανάλωσης και την ιδιωτική επένδυση.
Επίσης θα αποκατασταθεί και το κοινωνικό κράτος, με βάση τις ανάγκες του κάθε ατόμου εξειδικευμένα και όχι καθολικά. Όπως φαίνεται λοιπόν από τη θεωρία του Κέυνς, αν η Ελλάδα την ακολουθούσε, με στόχο την πλήρη απασχόληση του ανθρώπινου κεφαλαίου αλλά και τη δίκαιη κατανομή του εισοδήματος μέσω φορολογικών παρεμβάσεων που μεγιστοποιούν την επένδυση και την κατανάλωση, τότε θα φαινόταν κάποια διέξοδος από την ύφεση και ταυτόχρονα θα δίδονταν μια τεράστια ανάσα στον ελληνικό λαό.
Και εδώ προκύπτει το ερώτημα: Η αναγκαιότητα να κυριαρχήσει στην Ευρώπη το προοδευτικό ρεύμα, με ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο και η ελεύθερη οικονομία να αποκτήσει μεγαλύτερη σταθερότητα, δεν είναι αυτονόητη; Η μήπως τελικά ο νέο-φιλελευθερισμός και ο συντηρητισμός δεν είναι πλέον μόνο ένα πολιτικό ρεύμα, αλλά πανευρωπαϊκά χαρακτηριστικά που έχουν ριζώσει στις αντιλήψεις όλων των Ευρωπαίων πολιτών;