(Δημοσιεύθηκε στο freesunday.gr στις 14.11.2012)
Η έκβαση της ψηφοφορίας του μεσοπρόθεσμου προγράμματος σφραγίζει την απόλυτη αποτυχία μίας γενικότερης πολιτικής κουλτούρας –παρά τα φωτεινά της διαλλείματα- εδώ και 20 περίπου χρόνια. Είναι αυτή που γεννήθηκε μέσα από την πολιτική σταθερότητα που παράχθηκε μετά το 1974 και αναπτύχθηκε λόγω της τεχνητής ευμάρειας που η συμμετοχή στην ΟΝΕ και την ΕΕ εγγυήθηκαν.
Πολιτικοί ηγέτες χωρίς καμία συναίσθηση της ιστορικής τους ευθύνης, άρχοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης διαχειριστές κονδυλίων, βουλευτές πεπεισμένοι για το ακαταδίωκτο των πράξεων και παραλήψεών τους, δόμησαν ένα κράτος υδροκέφαλο και συγκεντρωτικό που οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις έδιναν αφορμή για αθρόες προσλήψεις ανειδίκευτου υπαλληλικού διοικητικού προσωπικού, αντί της απαιτούμενης έμφασης στην μηχανοργάνωση, τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες, την εκπαίδευση, την εξειδίκευση και επιστημονική κατάρτιση των στελεχών του κρατικού μηχανισμού.
Τα σημερινά μέτρα, αν και αναγκαία για την παραμονή της χώρας εντός της Ευρωζώνης, παρά τα πολλάκις αίολα επιχειρήματα «απειλών περί αποχώρησης ως διαπραγματευτικά ατού», αποκαλύπτουν αυτή ακριβώς την αποτυχία, σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης. Κυρίως αποκαλύπτουν το βασικό έλλειμμα στόχευσης, σχεδιασμού και οραματισμού για μία Ελλάδα ισχυρή, σταθερή, εύπορη. Είναι πραγματικά λίγοι αυτοί που αναρωτήθηκαν, ιδιαίτερα όταν κονδύλια υπήρχαν τόσο από Ευρωπαϊκούς πόρους όσο και από την εγγενή κυκλοφοριακή ταχύτητα του χρήματος και κατά συνέπεια την πολλαπλασιαστική του ιδιότητα, γιατί η Ελλάδα δεν έχει επενδύσει στην στοχευμένη εκπαίδευση πανεπιστημιακού επιπέδου σε θεματικές που αποτελούν συγκριτικά της πλεονεκτήματα με διεθνή εμβέλεια.
Είναι αδιανόητο η χώρα μας να μη διαθέτει έστω και ένα τμήμα Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στον τουρισμό, κάτι που σίγουρα σε άλλες χώρες θα αποτελούσε αυτονόητη πραγματικότητα. Η Ελλάδα –ειδικά στον τουρισμό- θα μπορούσε να αποτελεί εξαγωγέα γνώσης και πόλο έλξης επιστημόνων και επαγγελματιών του τουρισμού μέσω της δημιουργίας ιδρυμάτων – campus, αποκλειστικά προσανατολισμένων σε αυτό.
Είναι επίσης εξωφρενικό κάθε συζήτηση για συνεταιριστική ανάπτυξη της πρωτογενούς παραγωγής να θεωρείται εκ των προτέρων καταδικασμένη λόγω της παλαιότερης εμπειρίας κακοδιαχείρισης και ανομιών. Η πρωτογενής παραγωγή στη χώρα μπορεί να αποτελέσει βασικό μοχλό ανάπτυξης μόνο με την κατάλληλη εξειδίκευση και επιστημονική κατάρτιση νέων παραγωγών.
Τα παραδείγματα δεν εξαντλούν τα περιστατικά λανθασμένου σχεδιασμού και υλοποίησης. Αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά επιλογών εύκολων λύσεων αντί της ανάπτυξης συγκροτημένων σχεδίων επίλυσης διαρθρωτικών προβλημάτων. Και για αυτό και η παιδεία δεν αποτέλεσε ποτέ πολιτική επιλογή, παρά μόνο διαχειριστική διαδικασία.
Συνολικά, μία πυραμίδα που ξεκινάει από το μοντέλο της «ανεύθυνης» διοίκησης, προχωράει στο πολυδαίδαλο σύστημα της γραφειοκρατικής διεκπεραίωσης, καταλήγοντας στο μικροκεφαλαιούχο επιχειρηματία, ο οποίος αντί της παροχής γνώσεων και κεφαλαιοποιημένης εμπειρίας, καταστρώνει σχέδια αξιοποίησης «γνωριμιών», απεικονίζει το παρασιτικό και αναποτελεσματικό παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
Δυστυχώς, το τέλος αυτού του μοντέλου επέρχεται με όρους αποφυγής της καταστροφής και όχι με όρους συνειδητοποίησης της λάθος κατεύθυνσης. Ας είναι όμως.
Ακόμη και με αυτούς τους όρους μπορούμε να βρούμε τις διόδους που θα αναμορφώσουν τη χώρα. Όμως, ένας συνασπισμός προθύμων δε φτάνει. Απαιτείται η προσέγγιση, η σύγκλιση και η αποφασιστική συμβολή όλων των προοδευτικών δυνάμεων, που αναγνωρίζουν τα βασικά ζητήματα δομής και λειτουργίας του κράτους, αλληλεπίδρασης πολιτών και πολιτικών, την Ευρωπαϊκή αλλά και διεθνή πρακτική. Το μέλλον της χώρας μας είμαστε οι άνθρωποί της. Είμαστε αυτοί που αντιμετώπισαν τα περισσότερα δεινά από την κατάσταση που μαίνεται εδώ και 3 χρόνια, είμαστε όμως αυτοί που μπορούν να συμβάλλον και στην ανάτασή της.
Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει ούτε την ιστορία μας, ούτε τις θυσίες μας να λησμονήσουμε. Οφείλουμε το δικό μας μέλλον, να το αλλάξουμε μόνοι μας.